ὁμόφθογγος

ὁμόφθογγος
ὁμό-φθογγος, ον,
A sounding or giving tongue together,

θῆρες Nonn.D.1.157

, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμοφθόγγους — ὁμόφθογγος sounding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφθόγγων — ὁμόφθογγος sounding masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφθόγγῳ — ὁμόφθογγος sounding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱԲԱՐԲԱՌ — ( ) NBH 2 0011 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ὀμόφθογγος consonans Միաբարբառ. համաձայն. միաբան. *Համաբարբառ ձայնակցութիւն. Պրոկղ. ի ստեփ.: *Համաբարբառ տպաւորութիւն. Նար.: *Զերիս աւետարանիչս զհամաբարբառս զմատթէոս, զմրակոս, եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”